- ζωώδης
- -ες και ζωώδικος, -η, -ο (Α ζῳώδης) [ζώον]1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή»)2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα»)3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκοςαρχ.1. αυτός που ανήκει στα ζώα («ζωῶδες κάλλος», Δημόκρ.)2. (για νεκρό) αυτός που έχει το χρώμα τού ζωντανού.επίρρ...ζωωδώς και ζωώδικαμε τρόπο κτηνώδη («συμπεριφέρθηκε ζωωδώς»).
Dictionary of Greek. 2013.